- κατακρούω
- και κατακρούγω (AM κατακρούω)νεοελλ.1. πληγώνω ψυχικά («δεν έγνωθε κι ο Έρωτας συχνά τσὴ κατακρούγει», Ερωτόκρ.)2. φρ. α) «κατακρούγει η ημέρα» — φθάνει η μέρα (Ερωτόκρ.)β) «στα βάθη κατακρούω» — γκρεμίζομαι στο βάραθρο (Ερωτόκρ.)γ) «κατακρούω πόρτα» — χτυπώ την πόρτα (Ερωτόκρ.)μσν.1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου2. πλήττωμσν.-αρχ.χτυπώ και σπρώχνω κάτι προς τα κάτω («τὸ πρέμνον πρὸς αὐτῇ τῇ γῇ κατάκρουσον», Γεωπ.)αρχ.1. σχίζω το δέρμα2. χτυπώ χάλκινα σκεύη για να προσελκύσω μέλισσες3. κάνω υπερβολικό θόρυβο, ξεκουφαίνω («τοῑς μεγάλοις ψόφοις κατακρουόμενοι»)4. διακρούω*.
Dictionary of Greek. 2013.